- νώτιος
- νώτ-ιος, ον, collat. form of νωτιαῖος, Philox.2.28 (s.v.l.) ;A
ν. σπόνδυλοι Ti.Locr. 100a
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ν. σπόνδυλοι Ti.Locr. 100a
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νώτιος — νώτιος, ον (Α, Μ νώτειος, ον) νωτιαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + κατάλ. (ε)ιος] … Dictionary of Greek
νώτιος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νώτιον — νώτιος masc/fem acc sg νώτιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωτιωτάτη — νώτιος fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωτίου — νώτιος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωτίους — νώτιος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωτίων — νώτιος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νώτια — νώτιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατανώτιον — κατανώτιον, τὸ (Α) ένδυμα τών μοναχών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + νώτιον (ουδ. τού νώτιος < νῶτον, πρβλ. επι νώτιος)] … Dictionary of Greek
επινώτιος — α, ο (Α ἐπινώτιος, ον) [νώτιος] αυτός που φέρεται στα νώτα, στις πλάτες νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το επινώτιο ένδυμα χωρίς μανίκια που φέρεται πάνω στην πλάτη, κν. μπέρτα, σάλι αρχ. ωμοπλάτη … Dictionary of Greek
νώτειος — νώτειος, ον (Μ) βλ. νώτιος … Dictionary of Greek